περιπλευμονίῃ

περιπλευμονίῃ
περιπλευμονία
inflammation of the lungs
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιπλευμονίη — περιπλευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc sg (epic ionic) περιπλευμονιάω have pres imperat act 2nd sg (doric) περιπλευμονιάω have imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλευμονία — η, ΝΑ, ιων. τ. περιπλευμονίη Α βλ. περιπνευμονία …   Dictionary of Greek

  • περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”